- γιορτασμός
- οο εορτασμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτασμός, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο - (πρβλ. εορτάζω -γιορτάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιορτασμός — ο το γιόρτασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας — Διεθνής γιορτασμός της μητέρας, ως φόρος τιμής προς τις μητέρες όλου του κόσμου για τις προσπάθειές τους να αναθρέψουν και να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους. Η Π. Η. της Μ. γιορτάζεται την 1η Κυριακή του Μαΐου κάθε χρόνο … Dictionary of Greek
Πρωτομαγιά — η η πρώτη μέρα του Μαΐου και ο γιορτασμός της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξακοσιετηρίδα — η 1. επέτειος για τη συμπλήρωση εξακοσίων ετών από κάποιο γεγονός. 2. ο γιορτασμός γι αυτή την επέτειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)